Γράφει ο Κώστας Κετσιετζής
Όσο ωριμάζει το ελληνικό οικοσύστημα καινοτομίας και startup επιχειρήσεων, τόσο αυξάνονται και οι επιχειρήσεις που πιάνουν το... όνειρο, προσελκύοντας επενδυτές. Ο αριθμός τους παραμένει μικρός, αλλά µία-µία αυτές οι ιστορίες επιτυχίας οδηγούν σε μεγαλύτερη διεθνή προβολή του ελληνικού οικοσυστήματος.
Skroutz: H εταιρεία που ξεκίνησε από ένα μήνυμα σε διαδικτυακό φόρουµ
Η Skroutz δεν εξαγοράστηκε ποτέ πλήρως. Είναι, ωστόσο, ένα από τα πιο επιτυχημένα παραδείγματα ελληνικής εταιρείας που ξεκίνησε πραγματικά από ένα γκαράζ και σήμερα έχει µια αποτίμηση που θα ζήλευαν πολλές ελληνικές εισηγμένες. Μάλιστα, στη 16χρονη πορεία της, η εταιρεία πέρασε τρία μεγάλα επενδυτικά deals. Και όλα αυτά ξεκίνησαν σε µια εποχή που η έννοια της startup ήταν ακόμη άγνωστη στην Ελλάδα.
Ήταν 20 Φεβρουαρίου του 2005 όταν ο χρήστης bandito (ή "ληστράκος" σε ελεύθερη απόδοση) ανέβασε ένα µήνυµα σε forum Insomnia, µε τίτλο "Skroutz.gr - αναζήτηση σε ελληνικά e-shops µε ένα click", και καλούσε τους υπόλοιπους χρήστες να δοκιμάσουν το νέο του site, που συνέκρινε τιμές από ελληνικά e-shops. Ο bandito ήταν ο Γιώργος Χατζηγεωργίου, ο ένας εκ των συνιδρυτών του Skroutz.gr, µαζί µε τον Βασίλη Δήµο και τον Γιώργο Αυγουστίδη. Σήμερα, 16 χρόνια µετά, το Skroutz.gr έχει ξεφύγει από τις συγκρίσεις τιμών, δημιουργώντας ένα πλήρες ηλεκτρονικό marketplace, και επενδύει στο last mile προχωρώντας το ίδιο σε εξαγορές, όπως έγινε µε την εταιρεία MyJobNow Delivery.
Ο Γιώργος Χατζηγεωργίου έχει περιγράψει ο ίδιος στο blog του Skroutz τις πρώτες ημέρες "Θυμάμαι ακόμη το πόσο ενθουσιάστηκα µε την ιδέα: ένα "ροµποτάκι” που θα µαζεύει τις τιµές των προϊόντων από τα ηλεκτρονικά καταστήματα και θα τις δείχνει σε µια απλή σελίδα. Όπως ξεκινούν άλλωστε οι περισσότερες ιδέες, ο σκοπός ήταν να λύσω πρώτα ένα δικό µου πρόβλημα και να πειραματιστώ µε τεχνολογίες που ήθελα να µάθω καλύτερα. Η προοπτική µιας εταιρείας δεν βρισκόταν καν στο πίσω µέρος του µυαλού µου".
Όπως συμβαίνει συνήθως µε τις νέες εταιρείες που ξεκινούν από το µηδέν, οι τρεις συνιδρυτές αρχικά λειτουργούν το Skroutz.gr ως δεύτερη δουλειά. To site, όµως, µεγαλώνει συνεχώς και το 2007 ιδρύεται και επίσημα η εταιρεία και ξεκινά η στελέχωση της ομάδας. Λίγο αργότερα η Skroutz εντάσσεται στον όµιλο της Dionic Συµµετοχών, η οποία εξαγόρασε το 50% της εταιρείας για το −πάρα πολύ µικρό όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια− ποσό των 300.000 ευρώ. Τα κεφάλαια από την Dionic έδωσαν στη Skroutz τα απαραίτητα αρχικά καύσιµα για µια σταθερά ανοδική πορεία τα επόµενα χρόνια. Η οµάδα των τεσσάρων ατόµων που δούλευε από ένα γκαράζ έγινε µια οµάδα 15 ατόµων σε γραφεία στο Μενίδι και στη συνέχεια µια εταιρεία µε 90 άτοµα σε ακόµα πιο καινούργια γραφεία.
Το 2018 είναι ακόµα µία χρονιά-σταθµός για την εταιρεία. Η Dionic, έχοντας λυγίσει από τις δανειακές της υποχρεώσεις, αναγκάζεται να πουλήσει τα "ασηµικά" της, µεταξύ των οποίων και το 50% της Skroutz A.E. Οι τρεις συνιδρυτές, που διατηρούσαν το 50%, αλλά και τη διοίκηση της εταιρείας, καταφέρνουν έπειτα από σκληρή µάχη µε άλλους υποψήφιους µνηστήρες να αποκτήσουν και πάλι το ποσοστό που είχαν πουλήσει στην Dionic, λαµβάνοντας χρηµατοδότηση από το fund Southbridge Europe. Η Skroutz A.E. αποτιµούνταν τότε στα 20 εκατ. ευρώ.
Τον Απρίλιο του 2020, και ενώ είχε ξεσπάσει η πανδηµία του κορονοϊού, ήρθε η µεγαλύτερη επένδυση στη Skroutz. H CVC Capital Partners, µία από τις µεγαλύτερες εταιρείες διαχείρισης ιδιωτικών κεφαλαίων στον κόσµο, που διαχειρίζεται assets αξίας άνω των 82 δισ. δολαρίων, απέκτησε µειοψηφική συµµετοχή στην εταιρεία. Το ποσοστό της CVC αλλά και οι όροι της επένδυσης δεν έγιναν γνωστά, ωστόσο πηγές µε γνώση ανέβαζαν την αποτίµηση της Skroutz σε εννεαψήφιο νούµερο. Η ιδρυτική οµάδα διατήρησε την καταστατική πλειοψηφία, αλλά και τη διοίκηση της εταιρείας. Στον απόηχο της συµφωνίας µε τη CVC Capital, η Skroutz προχώρησε σε ένα µπαράζ, αυξάνοντας το δυναµικό της κατά σχεδόν 50% µέσα σε λιγότερο από έξι µήνες, και ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη η πανδηµία του κορονοϊού.
Beat: Μια ιδέα που άλλαξε την αγορά των ταξί
Όπως συµβαίνει συνήθως στις πετυχηµένες startups, η κάλυψη µιας ανάγκης του ιδρυτή της και το πώς αυτή θα µπορούσε να καλυφθεί οδήγησε σε µια επιχείρηση που κατέγραψε µια ξέφρενη πορεία µέχρι την εξαγορά της από τον γερµανικό κολοσσό Daimler έναντι 43 εκατ. ευρώ το 2016, λίγο πριν από τα έκτα της γενέθλια.
Όπως έχει διηγηθεί ο ιδρυτής της Taxibeat, Νίκος Δρανδάκης, ο σπόρος για την ιδέα της εφαρµογής µπήκε έπειτα από µια βραδινή έξοδο όπου δεν µπορούσε να βρει ταξί στον δρόµο. Η επίσηµη αρχή έγινε µερικούς µήνες αργότερα σε µικρό γραφείο στην οδό Οµήρου, το οποίο χωρούσε τρεις θέσεις εργασίας. Σε διάστηµα 3,5 µηνών ήταν έτοιµες οι πρώτες εφαρµογές (οδηγού και πελάτη) για κινητά που επικοινωνούσαν µεταξύ τους σε πραγµατικό χρόνο, καθώς και τα web services που καταχώριζαν και διακινούσαν όλη την πληροφορία.
Ο ιδρυτής του Taxibeat δεν συµµετείχε στην ανάπτυξη της εφαρµογής, καθώς γυρνούσε στις πιάτσες ταξί προσπαθώντας να πείσει τους αυτοκινητιστές να µπουν στην εφαρµογή. Σύµµαχος σε αυτή την προσπάθεια ήταν η κρίση, που είχε µειώσει την πελατεία των ταξί, και έτσι διασφαλίστηκε ένας αρχικός στόλος 100 αυτοκινήτων έτοιµος να δεχτεί τους πρώτους πελάτες. Η ζήτηση πάντως ήταν εντυπωσιακή από την πρώτη στιγµή, όπως έχει αναφέρει ο κ. Δρανδάκης. Τα 100 ταξί δεν ήταν αρκετά για να καλύψουν τις συνεχόµενες κλήσεις.
H πρώτη χρηµατοδότηση ήρθε από το Openfund και ακολούθησε σύντοµα άλλη µία από "angel investors", µεταξύ των οποίων ήταν και ο Απόστολος Αποστολάκης, ιδρυτής του e-shop.gr και του e-food.gr, που στη συνέχεια ξεκίνησε µαζί µε τον Γιώργο Δηµόπουλο το venture capital fund, VentureFriends. Σύντοµα η οµάδα του Beat µεγάλωσε και το γραφείο στην Οµήρου δεν ήταν αρκετό. Η Beat µετακόµισε σε νέα γραφεία και παράλληλα αποφάσισε να κάνει το πρώτο µεγάλο άλµα στο εξωτερικό. Έτσι, από την Αθήνα βρέθηκε σύντοµα σε Όσλο, Παρίσι, Βουκουρέστι, Σάο Πάολο, Ρίο ντε Τζανέιρο, Μιλάνο, στο Μπουένος Άιρες και στην πόλη του Μεξικού. To "ρίσκο" δεν βγήκε σε όλες τις αγορές και εντέλει αποφασίστηκε η σταδιακή αποχώρηση από ορισµένες από αυτές, µε την εταιρεία να παραµένει στη Λατινική Αµερική, καταγράφοντας ιδιαίτερη επιτυχία στο Περού.
Το 2016 ήρθε η πρόταση εξαγοράς από την Daimler, η οποία εκείνη την περίοδο έµπαινε δυνατά στον κλάδο της µικροκινητικότητας. Η εξαγορά ολοκληρώθηκε στις αρχές του 2017. Στη συνέχεια η Taxibeat µετονοµάστηκε σε Beat και έγινε µέλος του οµίλου Free Now, όπως ονοµάζεται η πλατφόρµα κινητικότητας της Daimler και της BMW.
H Beat συνέχισε την ανάπτυξή της επεκτείνοντας την παρουσία της σε 22 πόλεις στη Λ. Αµερική, κατακτώντας την πρώτη στην αγορά του Περού και τη δεύτερη θέση στην Κολοµβία και τη Χιλή, ενώ ήταν ο τρίτος παίκτης στο Μεξικό. Τον Νοέµβριο του 2018 o Νίκος Δρανδάκης απαλλάσσεται από τα καθήκοντα της καθηµερινής λειτουργίας της εταιρείας στη χώρα µας και αναλαµβάνει καθήκοντα γενικού διευθυντή της Beat για την Ελλάδα ο Βασίλης Ντάνιας. Ο ιδρυτής της Beat επικεντρώνεται στη στρατηγική της εταιρείας και στην αγορά της Λατινικής Αµερικής, µέχρι και την αποχώρησή του από την εταιρεία, που ανακοινώθηκε τον Αύγουστο του 2020.
Think Silicon: Από την Πάτρα σχεδιάζει chips για τις µεγαλύτερες εταιρείες του κόσµου
Η Think Silicon ήταν µια µικρή εταιρεία µε λιγότερα από 20 άτοµα προσωπικό και κύκλο εργασιών που υπό "κανονικές συνθήκες" σε καµία περίπτωση δεν θα δικαιολογούσε την εξαγορά της έναντι δεκάδων εκατοµµυρίων ευρώ. Κι όµως τον Μάιο του 2020 η εταιρεία, µε έδρα το Επιστηµονικό Πάρκο του Ρίου, εξαγοράστηκε από την Applied Materials, έναν αµερικανικό κολοσσό µε κεφαλαιοποίηση 46 δισ. δολάρια και ετήσια έσοδα της τάξης των 17 δισ. δολαρίων.
Το τίµηµα της εξαγοράς δεν έγινε γνωστό, όµως το venture capital Metavallon, που χρηµατοδότησε τη Think Silicon το 2019, στην ανακοίνωσή του για τη συµφωνία µε την Applied Materials ανέφερε ότι "πρόκειται για τη µεγαλύτερη ιστορικά εξαγορά στον χώρο της υψηλής τεχνολογίας (deep tech) στην Ελλάδα".
Έχοντας διπλασιάσει τα µεγέθη της µέσα σε έναν χρόνο κατά τον οποίο αποτελεί µέλος του αµερικανικού οµίλου Applied Materials, η εταιρεία Think Silicon ανοίγει το επόµενό της κεφάλαιο από τα νέα γραφεία της στη Μεταµόρφωση Αττικής, που εγκαινίασε πρόσφατα.
Η Think Silicon ιδρύθηκε το 2007 από τους Γιώργο Σιδηρόπουλο και Ιάκωβο Σταµούλη. Οι δυο τους σχεδίαζαν ολοκληρωµένα κυκλώµατα (chip) για Bluetooth και Wi-Fi στην εταιρεία ATMEL όταν αποφάσισαν να ξεκινήσουν τη δική τους επιχείρηση.
Η εταιρεία δραστηριοποιείται στη σχεδίαση υψηλής απόδοσης και πολύ χαµηλής κατανάλωσης ενέργειας Μονάδων Επεξεργασίας Γραφικών (GPUs), οι οποίες αποτελούν την κυρίαρχη λύση-αρχιτεκτονική στον τοµέα των έξυπνων ρολογιών, και πρόσφατα επεκτάθηκε στη σχεδίαση Επεξεργαστών Μηχανικής Μάθησης (DLPs) πολύ χαµηλής κατανάλωσης ενέργειας.
Το 2009 εξασφαλίστηκε η πρώτη χρηµατοδότηση από το cluster Μικροηλεκτρονικής του Corallia για την ανάπτυξη καινοτόµου τεχνολογίας. Έναν χρόνο αργότερα ήρθε και ο πρώτος πελάτης της εταιρείας, η Dialog Semiconductors. To 2014 η Think Silicon άνοιξε το πρώτο της γραφείο marketing και πωλήσεων στο εξωτερικό, και συγκεκριµένα στο Τορόντο του Καναδά. Την επόµενη χρονιά ξεκίνησε συνεργασία µε την Tortuga Pacific, µε στόχο την περαιτέρω διείσδυσή της στην αγορά των ΗΠΑ.
Το 2017 ξεκίνησε η συνεργασία µε την εισηγµένη στο Nasdaq Synopsys για την ανάπτυξη ενός συστήµατος χαµηλής κατανάλωσης για ενσωµατωµένες συσκευές για την αγορά του Internet of Things και την επόµενη χρονιά η Think Silicon ήταν ένας από τους οκτώ νικητές του διαγωνισµού Envolve Award Greece 2018.
Το 2019 η Think Silicon έλαβε αρχική χρηµατοδότηση (seed capital) από τη Metavallon και δύο ακόµα ιδιώτες επενδυτές (angel investors). Η συνολική χρηµατοδότηση της εταιρείας όλα αυτά τα χρόνια ξεπέρασε τα 3 εκατ. ευρώ, µε τα περισσότερα από αυτά να προέρχονται από ευρωπαϊκά και ελληνικά προγράµµατα. Όταν εξαγοράστηκε, η Think Silicon απασχολούσε συνολικά 16 άτοµα. Στα νέα γραφεία 1.000 τ.µ. που εγκαινίασε πρόσφατα στη Μεταµόρφωση Αττικής αναµένεται να απασχοληθούν αρχικά περί τα 32 άτοµα, ενώ η εταιρεία διατηρεί γραφεία και στην Πάτρα και γραφεία πωλήσεων σε Τορόντο (Καναδάς), Όστιν, Τέξας (ΗΠΑ), Κολωνία (Γερµανία) και Ταϊπέι (Ταϊβάν). Σηµειώνεται ότι η Applied Materials, µέλος του S&P 500 είναι παγκόσµιος ηγέτης στην τεχνολογία υλικών.
InstaShop: Εξαγορά-ρεκόρ για startup ελληνικών συµφερόντων
H InstaShop είναι η νεότερη εταιρεία της λίστας και ταυτόχρονα αυτή που έκλεισε µε διαφορά τη µεγαλύτερη αξία εξαγοράς. Η startup ελληνικών συµφερόντων, που δραστηριοποιείται στην αγορά της Μέσης Ανατολής, εξαγοράστηκε πέρσι από τον γερµανικό όµιλο Delivery Hero, σε µια συµφωνία συνολικής αξίας άνω των 360 εκατ. δολαρίων.
Το InstaShop δίνει τη δυνατότητα στους χρήστες του να κάνουν τις παραγγελίες τους από σούπερ-µάρκετ, αλλά και τοπικά καταστήµατα, και να λαµβάνουν τα προϊόντα τους όποτε αυτοί θελήσουν, ακόµα και µόλις µισή µε µία ώρα µετά την παραγγελία.
Η εταιρεία ξεκίνησε τη δραστηριότητά της το 2015 ως µια ιδέα του Γιάννη Τσιώρη, ο οποίος εργαζόταν τότε στο τµήµα Marketing Intelligence της Philips για τη Μέση Ανατολή και την Τουρκία, µε στόχο να καλύψει το κενό που εντόπισε στις διαδικτυακές αγορές τροφίµων στην περιοχή. Σύντοµα, και ενώ διαπίστωσε πραγµατικό ενδιαφέρον, καθώς έκλεισε την πρώτη συµφωνία µε τοπικό σούπερ-µάρκετ πριν καν έχει έτοιµη την εφαρµογή, ο κ. Τσιώρης παραιτήθηκε από την καριέρα του στη Philips και έφτιαξε µια ολιγοµελή οµάδα µαζί µε την Ιωάννα Αγγελιδάκη, συνιδρύτρια της εταιρείας.
Η πρώτη επένδυση ήρθε λίγους µήνες µετά από τους VentureFriends, των Απόστολου Αποστολάκη και Γιώργου Δηµόπουλου, καθώς και την επενδυτική εταιρεία του Ντουµπάι, Jabbar. Με την πρώτη χρηµατοδότηση ξεκίνησε η ραγδαία ανάπτυξη της InstaShop. Μέσα σε πέντε χρόνια οι παραγγελίες αυξήθηκαν, από κάποιες εκατοντάδες την ηµέρα σε µία χώρα, σε δεκάδες χιλιάδες σε πέντε χώρες και σήµερα η InstaShop είναι η µεγαλύτερη διαδικτυακή αγορά τροφίµων στη Μέση Ανατολή.
Μάλιστα, η InstaShop δεν χρειάστηκε σηµαντική υποστήριξη και κεφάλαια, αφού η οµάδα κατάφερε να δηµιουργήσει µια µεγάλη, γρήγορα αναπτυσσόµενη και κερδοφόρα startup εταιρεία µε συνολική επένδυση ύψους µόλις 7 εκατ. δολαρίων. Με αυτό το ιστορικό, αλλά και µε τα µεγέθη να αυξάνονται ακόµα περισσότερο, η InstaShop δεν άργησε να µπει στο "ραντάρ" της Delivery Hero, εταιρεία η οποία φιλοδοξεί να κυριαρχήσει στην αγορά της παράδοσης φαγητού και τροφίµων παγκοσµίως. Η Delivery Hero δεν είναι "ξένη" στην Ελλάδα, αφού πρωταγωνιστεί στην ελληνική αγορά delivery από το 2015, οπότε εξαγόρασε την Online Delivery A.E., γνωστή και ως e-food, εταιρεία που ίδρυσε ο ένας από τους δύο VentureFriends, Απόστολος Αποστολάκης.
Innoetics: H εταιρεία που δίνει "φωνή" στα προϊόντα της Samsung
Η Innoetics είναι ελληνική startup που εξαγοράστηκε από τον κορεατικό κολοσσό της Samsung Electronic, µε στόχο να αναπτύσσει εφαρµογές µετατροπής κειµένου σε φωνή (text-to-speech) για τα προϊόντα της εταιρείας.
Η Innoetics ιδρύθηκε το 2006 από ερευνητές του Ινστιτούτου Επεξεργασίας του Λόγου του Ερευνητικού Κέντρου "Αθηνά", µε στόχο την εξέλιξη και τη µέγιστη αξιοποίηση των αποτελεσµάτων της έρευνάς τους στις τεχνολογίες φωνής. Στα 10 χρόνια λειτουργίας της µέχρι την εξαγορά η ελληνική startup είχε αναπτύξει πολλές εφαρµογές συνθετικής φωνής και έχει βραβευτεί δύο συνεχόµενες φορές για την κορυφαία τεχνολογία µετατροπής κειµένου σε φωνή του κόσµου.
Η τεχνολογία που αναπτύσσει η Innoetics βρίσκει εφαρµογή στο Διαδίκτυο, βοηθώντας για παράδειγµα άτοµα µε προβλήµατα όρασης να πλοηγηθούν σε αυτό. Στα τέλη του 2016 η εταιρεία, που δεν είχε επιδιώξει µέχρι τότε να λάβει χρηµατοδότηση, αποφάσισε να αναζητήσει επενδυτή, προσελκύοντας το ενδιαφέρον πολλών τεχνολογικών εταιρειών. Πολύ σύντοµα και µετά από µερικούς µήνες διαπραγµατεύσεων ανακοινώθηκε η συµφωνία µε τη Samsung. Η εταιρεία λειτουργεί πλέον ως θυγατρική της κορεάτικης εταιρείας, παραµένοντας στην Ελλάδα.
Softomotive: Από την Ελλάδα κατέκτησε το ενδιαφέρον της Microsoft
Μόνο µικρό δεν µπορεί να χαρακτηριστεί το κατόρθωµα να κεντρίζεις το ενδιαφέρον ενός από τους παγκόσµιους τεχνολογικούς κολοσσούς, όπως η Microsoft. H πολυετής εµπειρία και τα προϊόντα της Softomotive σε έναν από τους πιο δυναµικά αναπτυσσόµενους κλάδους της πληροφορικής παγκοσµίως, αυτόν της ροµποτικής αυτοµατοποίησης διεργασιών (Robotic Process Automation - RPA) περιορισµένου κώδικα, ήταν ο βασικός παράγοντας που έβαλε τη µικρή εταιρεία από την Ελλάδα στο "στόχαστρο" της Microsoft και οδήγησε στην εξαγορά της πέρσι τον Μάιο. Η Softomotive, των Μάριου Σταυρόπουλου και Αργύρη Κανινή, θεωρείται ένας από τους "πιονέρους" της αυτοµατοποίησης διεργασιών, µιας αγοράς που θα φτάσει σύντοµα σε µέγεθος τα 8 δισ. ευρώ παγκοσµίως, καθώς ξεκίνησε τη δραστηριότητά της το 2005, όταν η συγκεκριµένη βιοµηχανία ήταν ακόµη στα σπάργανα και ουσιαστικά ελάχιστοι ήταν αυτοί που ασχολούνταν µε αυτήν. Η αρχή έγινε µε το WinAutomation, µια πλατφόρµα αυτοµατοποίησης εφαρµογών σε περιβάλλον Windows που απευθύνεται σε µεµονωµένους χρήστες, επαγγελµατίες και µικρές οµάδες. Το 2016 η εταιρεία κυκλοφόρησε και το Process Robot, ένα εργαλείο ροµποτικής αυτοµατοποίησης διεργασιών ειδικά για µεγάλες επιχειρήσεις και οργανισµούς.
Παρά την εντυπωσιακή τεχνογνωσία και τα καινοτόµα προϊόντα της, η Softomotive παρέµεινε µια µικρή εταιρεία τόσο σε όρους προσωπικού όσο και σε επίπεδο εσόδων. Το 2017 είχε κύκλο εργασιών λίγο πάνω από 3 εκατ. ευρώ και 33 άτοµα προσωπικό. Χρονιά καµπής ήταν το 2018, όπου η εταιρεία δέχτηκε την πρώτη της εξωτερική επένδυση, ύψους 25 εκατ. δολ., από το βρετανικό επενδυτικό fund Grafton Capital. Με την επένδυση της Grafton ξεκίνησε ένα νέο κεφάλαιο για την εταιρεία, µε στόχο την ανάπτυξή της και εντέλει την εξαγορά της από έναν µεγαλύτερο όµιλο πληροφορικής. Σήµερα, ως µέλος της Microsoft, η Softomotive αναπτύσσει από την Ελλάδα ένα κοµµάτι του δηµοφιλέστερου λειτουργικού συστήµατος στον κόσµο, των Windows.
πηγή: capital.gr/forbes
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου