Γράφει η Βογιατζάκη Δέσποινα
Ενσυναίσθηση και Συμπόνια, δύο όμοιοι ορισμοί. Ενσυναισθηση, η συναισθηματική ταύτιση με την ψυχική κατάσταση ενός άλλου ατόμου, και η κατανόηση της συμπεριφοράς και των κινήτρων του. Συμπόνια, η συναίσθηση του πόνου που νιώθει κάποιος άλλος ή των δεινών που πλήττουν κάποιον άλλο σε συνδυασμό με την επιθυμία να τον ανακουφίσει από αυτό.
Δύο συναισθήματα που η κοινωνία μας τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό, στον προφορικό και γραπτό της λόγο. Τα χρησιμοποιεί, άραγε, στον ίδιο βαθμό και στην καθημερινότητα των συναισθημάτων της;
Τώρα που η ανθρωπότητα σιγά σιγά βαδίζει προς το τέλος της υγειονομικής πανδημίας που την ταλαιπώρησε από τον ιό SARS-CoV-2 και η καθημερινότητα της ζωής μας σταδιακά επανέρχεται, μπορούμε να ανατρέξουμε στον τρόπο που αντιδράσαμε ο ένας προς τον άλλο. Πόσο πολύ χρησιμοποιήσαμε αυτές τις δύο έννοιες και σε ποιον βαθμό;
Στο ξεκίνημα αυτής της πανδημίας, όπου σταδιακά ακόμα και οι υγειονομικοί προσπαθούσαν να την μάθουν, η προσοχή μας στράφηκε προς τους μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους. Χρειάστηκε να τους προστατέψουμε ώστε να υπάρξει μικρότερη διάδοση του ιού σε εκείνες τις ηλικίες, που ήταν πιο δύσκολη η ίαση της. Σταματήσαμε τις επαφές μας μαζί τους, διότι η αγάπη για τους ανθρώπους μας ήταν πιο σημαντική από οτιδήποτε άλλο. Απομονωθήκαμε, ο ένας από τον άλλο, για να προστατέψουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους. Όλος ο κόσμος μπήκε σε μια παύση ζωής ώστε να σωθούν όσες περισσότερες ζωές γινόταν! Πραγματικά ενσυναίσθηση και συμπόνια!
Έως ότου, αυτό το κύμα, παρέσυρε τις ζωές μας, τις οικονομίες μας και την βολή μας. Αντιδράσαμε, αρχικά μουδιασμένα και λίγο λίγο οι αντιδράσεις δυνάμωναν. Διότι η περίοδος μακριά από την εργασία μας μεγάλωνε και οι οικονομίες μας εξαντλούνταν. Η καθημερινότητα μας είχε αλλάξει άρδην, χωρίς να είναι δική μας η επιλογή. Από την μια στιγμή στην άλλη, έπρεπε να μείνουμε σπίτι μας, μακριά από τον εργασιακό μας χώρο, μακριά από τις σχολικές μονάδες, μα κυρίως μακριά από τους ανθρώπους μας και τις κοινωνικές μας επαφές. Η Ενσυναίσθηση και η Συμπόνια άρχισαν να μεταλλάσσονται σε κούραση και αγανάκτηση.
Αγανακτούσαμε, βλέποντας ανθρώπους να κυκλοφορούν αμέριμνοι στους δρόμους. Να χρησιμοποιούν τις ατομικές μάσκες προστασίας με λανθασμένο τρόπο, αφήνοντας εκτεθειμένες τις αναπνευστικές οδούς. Εκνευριζόμασταν, κάθε φορά που ενημερωνόμασταν για πολυάριθμες παρέες, έχοντας ως αποτέλεσμα την αύξηση των κρουσμάτων. Αρνούμασταν να συζητήσουμε με ανθρώπους που δεν πίστευαν στον ιό, να ενημερωθούμε για τον τρόπο που εκείνοι έβλεπαν τα πράγματα.
Στην πορεία, επιστρέφοντας για λίγο σε μια κανονικότητα και έχοντας την ευκαιρία ξανά να βρεθούμε, έστω για λίγο, στην εργασία μας ή στις σχολικές μονάδες, να αλληλοεπιδράσουμε ξανά, δια ζώσης, με τις κοινωνικές μας επαφές, το συναίσθημα της συμπόνιας και της ενσυναίσθησης άρχισε να επιστρέφει!
Δυστυχώς για λίγο. Ήρθε η στιγμή που έπρεπε να αφήσουμε για δεύτερη φορά τις ζωές μας σε αναμονή ώστε να στηρίξουμε τους ηλικιωμένους και τις ευπαθείς ομάδες, αλλά και τα παιδιά μας! Σε εκείνο το δεύτερο κύμα, χρειάστηκε να προφυλάξουμε τα παιδιά μας για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και να τα κρατήσουμε μακριά από την φυσιολογική τους, μέχρι εχθές, ζωή. Άρχισε να γεννιέται σε πολλούς το ερώτημα “γιατί να καταστρέφουμε τη ζωή των παιδιών μας για να σώσουμε τους ηλικιωμένους;”. Κατά πόσο λογικό ή όχι το ερώτημα αυτό, σίγουρα δεν θα απαντηθεί σε αυτό τα άρθρο. Το μόνο που μπορούμε στην παρούσα κατάσταση να πούμε είναι ότι από τα στοιχεία που οι ειδικοί από όλες τις χώρες μας έχουν δώσει, τα άτομα που έχουν νοσήσει και τα άτομα που δυστυχώς έχασαν την μάχη με την ζωή, ήταν από όλες τις ηλικιακές ομάδες.
Τέλος, παγκόσμια η κοινωνία μας έχει χωριστεί σε δύο ομάδες, αυτοί που εμβολιάζονται και οι αρνητές εμβολίων. Οι δημοφιλέστερες συζητήσεις τον τελευταίο καιρό είναι πότε θα κάνει κάποιος το εμβόλιο και ποιο επέλεξε να κάνει.
Από την αρχή αυτής της υγειονομικής κρίσης, η κοινωνία δεν επέλεξε να σταθεί δίπλα στις μειοψηφίες, δίπλα στους αρνητές, αλλά απέναντι τους. Χωρίς να μπαίνει στη διαδικασία να σκεφτεί τον λόγο που αντιδρούν αυτοί οι άνθρωποι, με αυτόν τον τρόπο. Θα πρέπει όλοι μας να αναλογιστούμε, αν οι διαφορετικές ή και ακραίες αντιδράσεις κάποιων οφείλονται, μόνο, στην ανάγκη τους για εναντίωση του κατεστημένου. Ή μήπως οι αντιδράσεις τους προέρχονται από πιο βαθιά αίτια; Αναλογισθήκαμε, άραγε το κοινωνικό ή ψυχοσυναισθηματικό υπόβαθρο αυτών των ανθρώπων; Αν είχαν έναν άνθρωπο δίπλα τους για να τους εξηγήσει τι ακριβώς συνέβαινε ή αν λόγο ψυχολογικών προβλημάτων φοβόντουσαν να μείνουν μόνοι στο σπίτι για πολλές ώρες; Έχουμε σκεφτεί ως κοινωνία τους λόγους που αναγκάζουν κάποιον να φοβάται να εμβολιαστεί;
Η πιο εύκολη αντίδραση που μπορούμε ως κοινωνία να έχουμε, στις μειοψηφίες ή στις όποιες διαφορετικές απόψεις, είναι να κουνάμε επιδοκιμαστικά το δάκτυλο μας, να υψώνουμε τη φωνή μας και να απαιτούμε να γίνει αποδεκτή η άποψη μας.
Από την άλλη όμως, αν θέλουμε να υποστηρίζουμε πως ως κοινωνία εξελισσόμαστε και χρησιμοποιούμε τα συναισθήματα της ενσυναίσθησης και της συμπόνιας, θα πρέπει να σταθούμε δίπλα σε εκείνες τις ομάδες με τις διαφορετικές απόψεις. Να δούμε τους λάθος τρόπους που χρησιμοποιούμε στην προώθηση των μηνυμάτων μας και να προσπαθήσουμε να τους αλλάξουμε. Να δούμε τις αγωνίες, τους προβληματισμούς και τους φόβους αυτών των ομάδων. Από που πηγάζουν και πως μπορούν να εξαλειφθούν. Ως κοινωνία που εξελίσσεται, προοδεύει, νιώθει και κατανοεί, θα πρέπει έστω και τώρα να δράσει με γνώμονα την συμπόνια και την ενσυναίσθηση και να διορθώσει τα κακός Κείμενα, - από την επιστήμη έως την πολιτική και από την εκπαίδευση έως την οικογένεια - που η ίδια δημιούργησε, άθελα της ενδεχομένως.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου