«Ο,τι
συμβεί στην Ελλάδα θα καθορίσει το μέλλον του κόσμου», τόνισε ο Εμίρ
Κουστουρίτσα κατά την παρουσίαση του βιβλίου του «Κι εγώ που είμαι σε αυτή
την ιστορία;», στο πλαίσιο της 9ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου.
Στο Μαραντόνα και το κοινό στοιχείο που τους συνδέει, την ευαισθησία, στους διανοούμενους που έχουν ασκήσει κατά καιρούς κριτική για το έργο του, όπως ο Σλοβένος φιλόσοφος, Σλαβόι Ζίζεκ, με τον οποίο δεν θα πήγαινε ο ίδιος να
μονομαχήσει, αλλά θα έστελνε, όπως είπε τον εγγονό του, στον Γκόραν
Μπρέγκοβιτς τον οποίο χαρακτήρισε άνθρωπο με πολλά προβλήματα, επειδή
δηλώνει Γιουγκοσλάβος, αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, ο Εμίρ Κουστουρίτσα σε
συζήτηση με τη συγγραφέα Σώτη Τριανταφύλλου, το συγγραφέα και
σεναριογράφο Νίκο Παναγιωτόπουλο και με το κοινό της Θεσσαλονίκης.
Στο Μαραντόνα και το κοινό στοιχείο που τους συνδέει, την ευαισθησία, στους διανοούμενους που έχουν ασκήσει κατά καιρούς κριτική για το έργο του, όπως ο Σλοβένος φιλόσοφος, Σλαβόι Ζίζεκ, με τον οποίο δεν θα πήγαινε ο ίδιος να
«Αυτό είναι το τέλος, φίλοι μου», είπε απαντώντας στην ερώτηση αν ήρθε το τέλος του καπιταλισμού και κληθείς να σχολιάσει την οικονομική κρίση στην Ελλάδα και τη σχέση Ελλάδας - ΕΕ o διάσημος σκηνοθέτης τόνισε ότι «η Ελλάδα είναι η βάση όχι μόνο της Ευρώπης, αλλά του κόσμου» και πως ό,τι συμβεί εδώ θα καθορίσει το μέλλον του κόσμου.
«Αγκαλιάσατε
με ενθουσιασμό την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα χρήματά της. Όταν σας έδωσαν τα
χρήματα, τα πήρατε κι αυτό είναι ορατό παντού στην Ελλάδα. Αυτό έχει φέρει
τα πράγματα, στο σημείο που βρίσκονται. Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα αυτή
τη στιγμή, δείχνει τι θα ακολουθήσει σε όλο τον κόσμο».
«Είστε πολύ εύθραυστη περιοχή, γι αυτό είναι σημαντικό το ερώτημα τί θα γίνει με την Ελλάδα. Η ελληνική πηγή είναι η κύρια πηγή του δυτικού πολιτισμού. Ό,τι συμβεί στην Ελλάδα, θα συμβεί και στον υπόλοιπο κόσμο».
«Το πρόβλημα», συμπλήρωσε, «είναι με τους πολιτικούς, οι οποίοι κλίνουν προς αυτό που αποκαλώ οικονομικό φασισμό. Η οικονομία είναι τα πάντα. Όταν συζητώ με το δικηγόρο μου στο Παρίσι για τις μελλοντικές ταινίες μου, μιλάει για την αγορά σαν να είναι κάποιο πρόσωπο» σημείωσε και πρόσθεσε ότι η δύναμη έχει επικεντρωθεί σε μικρές πανίσχυρες ελίτ και οι άνθρωποι έχουν ολοένα και μικρότερη δύναμη.
Αναφερόμενος στην κατάσταση στη χώρα του, τόνισε ότι «ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματά μας είναι ότι δεν αντέχουμε το ότι είμαστε μικροί».
«Ο Τίτο ήταν μία πολύ σύνθετη προσωπικότητα. Τα πλεονάσματα που δημιουργούσε για τη Γιουγκοσλαβία ήταν τεράστια. Σήμερα είναι δύσκολο να τον φθάσει κανείς. Ήταν ο καλύτερος μαθητής του Ψυχρού Πολέμου. Ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς επί δέκα χρόνια δεν μπορούσε να καταλάβει ότι δεν υπήρχε πλέον Ψυχρός Πόλεμος», ανέφερε.
«Σε αυτή την περίοδο υπήρξαν πάρα πολύ ωραία πράγματα και αυτή η εντύπωση της μεγάλης Γιουγκοσλαβίας, όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς, μας θυμίζει πόσο μικροί είμαστε τώρα. Αυτό δεν μπορούμε να το αντέξουμε εύκολα. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματά μας. Θα χρειαστούμε αρκετό χρόνο να καταλάβουμε ότι είμαστε μικροί», συμπλήρωσε.
«Είστε πολύ εύθραυστη περιοχή, γι αυτό είναι σημαντικό το ερώτημα τί θα γίνει με την Ελλάδα. Η ελληνική πηγή είναι η κύρια πηγή του δυτικού πολιτισμού. Ό,τι συμβεί στην Ελλάδα, θα συμβεί και στον υπόλοιπο κόσμο».
«Το πρόβλημα», συμπλήρωσε, «είναι με τους πολιτικούς, οι οποίοι κλίνουν προς αυτό που αποκαλώ οικονομικό φασισμό. Η οικονομία είναι τα πάντα. Όταν συζητώ με το δικηγόρο μου στο Παρίσι για τις μελλοντικές ταινίες μου, μιλάει για την αγορά σαν να είναι κάποιο πρόσωπο» σημείωσε και πρόσθεσε ότι η δύναμη έχει επικεντρωθεί σε μικρές πανίσχυρες ελίτ και οι άνθρωποι έχουν ολοένα και μικρότερη δύναμη.
Αναφερόμενος στην κατάσταση στη χώρα του, τόνισε ότι «ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματά μας είναι ότι δεν αντέχουμε το ότι είμαστε μικροί».
«Ο Τίτο ήταν μία πολύ σύνθετη προσωπικότητα. Τα πλεονάσματα που δημιουργούσε για τη Γιουγκοσλαβία ήταν τεράστια. Σήμερα είναι δύσκολο να τον φθάσει κανείς. Ήταν ο καλύτερος μαθητής του Ψυχρού Πολέμου. Ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς επί δέκα χρόνια δεν μπορούσε να καταλάβει ότι δεν υπήρχε πλέον Ψυχρός Πόλεμος», ανέφερε.
«Σε αυτή την περίοδο υπήρξαν πάρα πολύ ωραία πράγματα και αυτή η εντύπωση της μεγάλης Γιουγκοσλαβίας, όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς, μας θυμίζει πόσο μικροί είμαστε τώρα. Αυτό δεν μπορούμε να το αντέξουμε εύκολα. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματά μας. Θα χρειαστούμε αρκετό χρόνο να καταλάβουμε ότι είμαστε μικροί», συμπλήρωσε.
Ο
Εμίρ Κουστουρίτσα στάθηκε ιδιαίτερα στην πολεμική που δέχθηκε για το «Underground»,
κυρίως στη Γαλλία από ορισμένα ΜΜΕ και κύκλους διανοουμένων και στοχαστών,
κάποιοι από τους οποίους δεν είχαν δει την ταινία του.
«Πως μπορεί κάποιος να κάνει ταινίες, τέχνη για το κοινό και να θεωρεί ότι δεν εξαρτάται από τη δημόσια ζωή;», είπε απαντώντας στην ερώτηση γιατί ενδιαφέρεται τόσο πολύ για τις κακοπροαίρετες κριτικές.
«Αν στην πρώτη σελίδα της Le Monde γράφει κάποιος για μία ταινία που δεν έχει δει, είναι σκάνδαλο», τόνισε σημειώνοντας ότι υπήρξε πόλεμος εναντίον του από ανθρώπους που έχουν ισχύ στους χώρους της τέχνης και της φιλοσοφίας, οι οποίοι του επιτέθηκαν επειδή ερμήνευσαν με το δικό τους τρόπο το «Underground»σε σχέση με το ζήτημα της Γιουγκοσλαβίας.
«Έρχομαι τώρα στις μέρες μας. Αποφάσισα να χτίσω μία πόλη στο Βίσεγκραντ της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης να την αφιερώσω στον Ίβο Άντριτς, το Νομπελίστα συγγραφέα μας, πόλη που δημιουργείται χάρη στον πρωθυπουργό της Σερβικής Δημοκρατίας της Βοσνίας, Μίλοραντ Ντόντικ. Η πόλη βρίσκεται σε απόσταση 300 μέτρων από τη γέφυρα του Δρίνου, που είναι υπό την προστασία της UNESCO».
«Όταν άρχισαν οι εργασίες μία Μουσουλμάνα δημοσιογράφος από το Σαράγεβο έγραψε επιστολή στη γενική διευθύντρια UNESCO, στην οποία ανέφερε ότι δεν είμαι αρχιτέκτονας και η κακία της έφθασε σε τέτοιο σημείο που έγραψε ότι ήμουν συνεργάτης των Ράτκο Μλάντιτς και Ράντοβαν Κάρατζιτς στον πόλεμο. Είναι απόλυτο ψέμα».
«Τέτοιου είδους ψέματα προέρχονται από την κοινή γνώμη, από απόψεις που καλλιέργησαν κύκλοι διανοουμένων τη δεκαετία του 1990. Μία κακοπροαίρετη κριτική μπορεί να πολύ επικίνδυνη, όπως στην περίπτωσή μου», τόνισε.
«Πως μπορεί κάποιος να κάνει ταινίες, τέχνη για το κοινό και να θεωρεί ότι δεν εξαρτάται από τη δημόσια ζωή;», είπε απαντώντας στην ερώτηση γιατί ενδιαφέρεται τόσο πολύ για τις κακοπροαίρετες κριτικές.
«Αν στην πρώτη σελίδα της Le Monde γράφει κάποιος για μία ταινία που δεν έχει δει, είναι σκάνδαλο», τόνισε σημειώνοντας ότι υπήρξε πόλεμος εναντίον του από ανθρώπους που έχουν ισχύ στους χώρους της τέχνης και της φιλοσοφίας, οι οποίοι του επιτέθηκαν επειδή ερμήνευσαν με το δικό τους τρόπο το «Underground»σε σχέση με το ζήτημα της Γιουγκοσλαβίας.
«Έρχομαι τώρα στις μέρες μας. Αποφάσισα να χτίσω μία πόλη στο Βίσεγκραντ της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης να την αφιερώσω στον Ίβο Άντριτς, το Νομπελίστα συγγραφέα μας, πόλη που δημιουργείται χάρη στον πρωθυπουργό της Σερβικής Δημοκρατίας της Βοσνίας, Μίλοραντ Ντόντικ. Η πόλη βρίσκεται σε απόσταση 300 μέτρων από τη γέφυρα του Δρίνου, που είναι υπό την προστασία της UNESCO».
«Όταν άρχισαν οι εργασίες μία Μουσουλμάνα δημοσιογράφος από το Σαράγεβο έγραψε επιστολή στη γενική διευθύντρια UNESCO, στην οποία ανέφερε ότι δεν είμαι αρχιτέκτονας και η κακία της έφθασε σε τέτοιο σημείο που έγραψε ότι ήμουν συνεργάτης των Ράτκο Μλάντιτς και Ράντοβαν Κάρατζιτς στον πόλεμο. Είναι απόλυτο ψέμα».
«Τέτοιου είδους ψέματα προέρχονται από την κοινή γνώμη, από απόψεις που καλλιέργησαν κύκλοι διανοουμένων τη δεκαετία του 1990. Μία κακοπροαίρετη κριτική μπορεί να πολύ επικίνδυνη, όπως στην περίπτωσή μου», τόνισε.
Μιλώντας
για το βιβλίο που κυκλοφόρησε στη Σερβία με τον τίτλο «Ο θάνατος είναι μία
φήμη μη εξακριβωμένη» και στην Ελλάδα με τον τίτλο «Εγώ που είμαι σε αυτή
την ιστορία;» από τις εκδόσεις Πατάκη, τόνισε ότι το έγραφε για 14 χρόνια.
«Πιστεύω ότι κάθε ανόητος μπορεί να γράψει βιβλίο σε 14 χρόνια, αλλά δεν μπορεί ο καθένας να περάσει τέτοια ταραχώδη ζωή που πέρασα εγώ. Έγραψα το βιβλίο από την ανάγκη να τακτοποιήσω τη ζωή μου. Στο βιβλίο αναμειγνύονται η φαντασία και η πραγματικότητα, αλλά στο τέλος γίνονται όλα φαντασία. Αν θέλει κάποιος να γυρίσει μία καλή ταινία ή να γράψει καλό βιβλίο πρέπει να εξαπατήσει την πραγματικότητα. Το βιβλίο μου βασίζεται στην επινοημένη πραγματικότητα», υπογράμμισε.
Σε 17 κεφάλαια, σε 17 αυθεντικές, προκλητικές ιστορίες ο Εμίρ Κουστουρίτσα ανοίγει το οικογενειακό άλμπουμ, αποτυπώνει τη βιογραφία του και απεικονίζει το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα.
Η αυτοβιογραφία, το χρονικό ή η ιδιόμορφη ταινία αρχίζει από τα χρόνια της νιότης στο Σαράγεβο, τις σπουδές στην Πράγα και φθάνει έως τη μετάβαση στο Βελιγράδι.
Ο συγγραφέας μιλάει για τα πάντα, για την οικογένειά του, για τη ροκ μουσική, για τον Ίβο Άντριτς, για τους σκηνοθέτες που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης, όπως ο Φελίνι, αλλά και για τους πολιτικούς, τον Αλίγια Ιτζετμπέγκοβιτς, τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς κ.ά.
«Θα ήθελα πολύ να ανήκω σε κάποιον. Θα ήμουν μάλιστα έτοιμος να πεθάνω για κάποιον... για να μπορούν μετά το θάνατο να λένε και για μένα ένας αληθινός άντρας... Θα ήθελα να έχω πάνω μου το τατουάζ ενός ήρωα, όπως ο Μαραντόνα έχει του Φιντέλ Κάστρο», αναφέρει σε ένα σημείο του βιβλίου.
«Πιστεύω ότι κάθε ανόητος μπορεί να γράψει βιβλίο σε 14 χρόνια, αλλά δεν μπορεί ο καθένας να περάσει τέτοια ταραχώδη ζωή που πέρασα εγώ. Έγραψα το βιβλίο από την ανάγκη να τακτοποιήσω τη ζωή μου. Στο βιβλίο αναμειγνύονται η φαντασία και η πραγματικότητα, αλλά στο τέλος γίνονται όλα φαντασία. Αν θέλει κάποιος να γυρίσει μία καλή ταινία ή να γράψει καλό βιβλίο πρέπει να εξαπατήσει την πραγματικότητα. Το βιβλίο μου βασίζεται στην επινοημένη πραγματικότητα», υπογράμμισε.
Σε 17 κεφάλαια, σε 17 αυθεντικές, προκλητικές ιστορίες ο Εμίρ Κουστουρίτσα ανοίγει το οικογενειακό άλμπουμ, αποτυπώνει τη βιογραφία του και απεικονίζει το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα.
Η αυτοβιογραφία, το χρονικό ή η ιδιόμορφη ταινία αρχίζει από τα χρόνια της νιότης στο Σαράγεβο, τις σπουδές στην Πράγα και φθάνει έως τη μετάβαση στο Βελιγράδι.
Ο συγγραφέας μιλάει για τα πάντα, για την οικογένειά του, για τη ροκ μουσική, για τον Ίβο Άντριτς, για τους σκηνοθέτες που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης, όπως ο Φελίνι, αλλά και για τους πολιτικούς, τον Αλίγια Ιτζετμπέγκοβιτς, τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς κ.ά.
«Θα ήθελα πολύ να ανήκω σε κάποιον. Θα ήμουν μάλιστα έτοιμος να πεθάνω για κάποιον... για να μπορούν μετά το θάνατο να λένε και για μένα ένας αληθινός άντρας... Θα ήθελα να έχω πάνω μου το τατουάζ ενός ήρωα, όπως ο Μαραντόνα έχει του Φιντέλ Κάστρο», αναφέρει σε ένα σημείο του βιβλίου.
Η
συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου τόνισε ότι διάβασε το βιβλίο ως θαυμάστρια
του έργου του Σέρβου σκηνοθέτη και ως ένας άνθρωπος σχεδόν της ίδιας ηλικίας.
«Έχουμε διαγράψει παρόμοιες τροχιές στην εφηβική και νεανική μας ηλικία και καθώς διάβαζα το βιβλίο, το οποίο τονίζει τη δεκαετία του 1970 βρήκα πολλά όμοια στοιχεία, πολλά κοινά όνειρα και πολλές διάφορες. Διαβάζοντας για το πως ο Κουστουρίτσα έγινε μέλος του ροκ συγκροτήματος "Zabranjeno Pusenje", σκεφτόμουν πως το βαλκανικό πανηγύρι που βλέπουμε στις ταινίες του καταλήγει να είναι συνιστώσα μιας χώρας που έχει υποφέρει και είναι μία ρομαντικοποιημένη μορφή που έχουμε σχηματίσει για τη ζωή στην πρώην Γιουγκοσλαβία», σημείωσε.
«Έχουμε διαγράψει παρόμοιες τροχιές στην εφηβική και νεανική μας ηλικία και καθώς διάβαζα το βιβλίο, το οποίο τονίζει τη δεκαετία του 1970 βρήκα πολλά όμοια στοιχεία, πολλά κοινά όνειρα και πολλές διάφορες. Διαβάζοντας για το πως ο Κουστουρίτσα έγινε μέλος του ροκ συγκροτήματος "Zabranjeno Pusenje", σκεφτόμουν πως το βαλκανικό πανηγύρι που βλέπουμε στις ταινίες του καταλήγει να είναι συνιστώσα μιας χώρας που έχει υποφέρει και είναι μία ρομαντικοποιημένη μορφή που έχουμε σχηματίσει για τη ζωή στην πρώην Γιουγκοσλαβία», σημείωσε.
Ο
Νίκος Παναγιωτόπουλος αποκάλυψε ότι στην αρχή, όταν έμαθε ότι πρόκειται
για αυτοβιογραφία ανησύχησε, επειδή είναι πολύ καχύποπτος με το είδος.
«Στην αυτοβιογραφία δεν μπορώ να παραβλέψω ότι υπάρχει ένας ναρκισσισμός και ταυτοχρόνως έχω μία αίσθηση αντιπάθειας στην κλειδαρότρυπα, ακόμα κι όταν κάποιος ανοίγει την πόρτα», υπογράμμισε, αλλά εξήγησε ότι στο τέλος λύγισε.
«Κατάλαβα ότι μιλάει για αυτοβιογραφία, κάνοντας κάτι διαφορετικό, λέει ιστορίες με κινηματογραφικότητα που ξεχειλίζει για τους ανθρώπους και τη ζωή τους, ταυτοχρόνως όμως εντάσσοντάς τους μέσα, στον καιρό, μέσα στον πόλεμο και στην ειρήνη και διαπραγματεύεται αυτό που λέει επί λέξει στο βιβλίο “σε εμάς δεν υπάρχει δράμα που δεν είναι πολιτικό”. Αυτό το δράμα και η πολιτική είναι ο άξονας πάνω στον οποίο χτίζει το βιβλίο του».
Πηγή: ΑΜΠΕ
«Στην αυτοβιογραφία δεν μπορώ να παραβλέψω ότι υπάρχει ένας ναρκισσισμός και ταυτοχρόνως έχω μία αίσθηση αντιπάθειας στην κλειδαρότρυπα, ακόμα κι όταν κάποιος ανοίγει την πόρτα», υπογράμμισε, αλλά εξήγησε ότι στο τέλος λύγισε.
«Κατάλαβα ότι μιλάει για αυτοβιογραφία, κάνοντας κάτι διαφορετικό, λέει ιστορίες με κινηματογραφικότητα που ξεχειλίζει για τους ανθρώπους και τη ζωή τους, ταυτοχρόνως όμως εντάσσοντάς τους μέσα, στον καιρό, μέσα στον πόλεμο και στην ειρήνη και διαπραγματεύεται αυτό που λέει επί λέξει στο βιβλίο “σε εμάς δεν υπάρχει δράμα που δεν είναι πολιτικό”. Αυτό το δράμα και η πολιτική είναι ο άξονας πάνω στον οποίο χτίζει το βιβλίο του».
Πηγή: ΑΜΠΕ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου